- διαβατικά
- διαβατικόςtransitiveneut nom/voc/acc plδιαβατικά̱ , διαβατικόςtransitivefem nom/voc/acc dualδιαβατικά̱ , διαβατικόςtransitivefem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαβατικάς — διαβατικά̱ς , διαβατικός transitive fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… … Dictionary of Greek
παροδικός — ή, ό / παροδικός, ή, όν, ΝΜΑ [πάροδος] περαστικός, πρόσκαιρος, προσωρινός, αυτός που περνάει γρήγορα αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πάροδο, δηλ. στην είσοδο τού χορού στην ορχήστρα («παροδικὸν μέλος» άσμα που άδει πρώτο ο χορός,… … Dictionary of Greek
Θρεσκιορνιθίδες — (thresciornithidae). Οικογένεια πτηνών, της υπέρταξης νεόγναθα, της τάξης πελαργόμορφα ή κικονιίμορφα. Είναι γνωστή και με τις ονομασίες πλαταλείδες και ιβίδες. Περιλαμβάνει περίπου 30 είδη μεγαλόσωμων πουλιών, που έχουν μακρύ ράμφος και λαιμό… … Dictionary of Greek
νιάτα — τα η νεότητα, η νεανική ηλικία: Διαβατικά τ ανθρώπινα, σαν ποταμιού νερό, τα νιάτα χάρου κόρη μου, μην χάνεις τον καιρό (Βιζυηνός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)